θορόεις

θορόεις
θορόεις, -εσσα, -εν (Α) [θορός]
αυτός που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί, αυτός που είναι σπέρμα, έμβρυο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”